αναζυμώνω

αναζυμώνω
(Α ἀναζυμῶ, -όω)
νεοελλ.
1. ζυμώνω εκ νέου, ξαναζυμώνω ή απλώς ζυμώνω
2. κάνω κάτι να υποστεί ζύμωση
3. υφίσταμαι την επίδραση τής ζύμης, φουσκώνω
αρχ.
επενεργώ όπως η ζύμη, κάνω κάτι να φουσκώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + ζυμῶ.
ΠΑΡ. αναζύμωση (-ις) νεοελλ. αναζυμωτής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναζυμωτής — ο (θηλ. ώτρια και ώτρα) αυτός που ζυμώνει εκ νέου, που ξαναζυμώνει ή απλώς ζυμώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζυμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Παναγιώτη Γρατσιάτο] …   Dictionary of Greek

  • αναζύμωση — η (Α ἀναζύμωσις) [ἀναζυμώνω] ζύμωση, φούσκωμα νεοελλ. το εκ νέου ζύμωμα, ξαναζύμωμα ή απλώς ζύμωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”