- αναζυμώνω
- (Α ἀναζυμῶ, -όω)νεοελλ.1. ζυμώνω εκ νέου, ξαναζυμώνω ή απλώς ζυμώνω2. κάνω κάτι να υποστεί ζύμωση3. υφίσταμαι την επίδραση τής ζύμης, φουσκώνωαρχ.επενεργώ όπως η ζύμη, κάνω κάτι να φουσκώσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + ζυμῶ.ΠΑΡ. αναζύμωση (-ις) νεοελλ. αναζυμωτής].
Dictionary of Greek. 2013.